- κουδούνισμα
- το [κουδουνίζω]1. χτύπημα κουδουνιού2. ήχος που βγάζει το κουδούνι3. ήχος όμοιος με τού κουδουνιού, μεταλλικός ήχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουδούνισμα — το, ατος 1. το χτύπημα του κουδουνιού. 2. διατυμπάνιση, ντελάλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακωδωνίζω — (Α διακωδωνίζω) διασαλπίζω, διαλαλώ αρχ. 1. δοκιμάζω με κουδούνισμα 2. αναγγέλλω τη λήξη με κουδούνισμα … Dictionary of Greek
γλυκοκουδουνίζω — παράγω γλυκό, ευχάριστο κουδούνισμα … Dictionary of Greek
καμπάνισμα — το [καμπανίζω] 1. η κρούση τής καμπάνας 2. συνεκδ. ο ήχος τής καμπάνας, η καμπανιά, το κουδούνισμα 3. μτφ. δυσάρεστος υπαινιγμός, έμμεση νύξη, καμπανιά … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
τίγκι-τάγκα — το, Ν άκλ. ήχος κουδουνιού, κουδούνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από μίμηση τού ήχου του κουδουνιού] … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Σρέκερ, Φραντς — (Schreker). Αυστριακός συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και καθηγητής (Μονακό 1878 Βερολίνο 1934). Σπούδασε στο Ωδείο της Βιέννης. Το 1908 ίδρυσε τη Φιλαρμονική Χορωδία της Βιέννης, που με τη διεύθυνση του, έκανε τις πρώτες εκτελέσεις πολλών έργων … Dictionary of Greek